πλαγιασμός

πλαγιασμός
πλᾰγι-ασμός, ,
A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5.
2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60.
3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.).
II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflexion, Sch.rec.S.El.365.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαγιασμός — obliquity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμός — ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω] (για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα αρχ. 1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου 2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων 3. μτφ. απάτη, δόλος …   Dictionary of Greek

  • πλαγιασμοῖς — πλαγιασμός obliquity masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμοί — πλαγιασμός obliquity masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμοῦ — πλαγιασμός obliquity masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμούς — πλαγιασμός obliquity masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμῶν — πλαγιασμός obliquity masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμῷ — πλαγιασμός obliquity masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμόν — πλαγιασμός obliquity masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλαγιώ] (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”